- τρώγω
- τρώγω και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα.2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε.3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες.4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει.5. τρίβω, φθείρω, καταναλίσκω, δαπανώ, σπαταλώ: Φαγώθηκε το παντελόνι σου. – Το χτίσιμο του σπιτιού τρώει πολλά λεφτά. – Έφαγε τα λεφτά του στα γλέντια.6. βασανίζω, μαστίζω: Τον τρών' οι έγνοιες. – Την τρώει η ζήλια.7. παθαίνω κάτι κακό: Έφαγε δυο μήνες φυλακή. – Τρώει ξύλο.8. ξεπερνώ κάποιον, νικώ: Τον έφαγε στο τρέξιμο.9. σκοτώνω: Πίσω και σ' έφαγα. – Τον έφαγε μπαμπέσικα.10. παρακαλώ με φορτικότητα, γίνομαι ενοχλητικός: Μ' έφαγε να πάμε στο γήπεδο.11. ως τριτοπρόσωπο, προκαλώ φαγούρα: Με τρώει το πόδι μου.12. το παθ., τρώγομαι είμαι κατάλληλος για φάγωμα: Χωρίς αλάτι δεν τρώγεται.13. μτφ., είμαι υποφερτός: Αυτός δεν τρώγεται.14. ως μέσ., αξιώνω κάτι επίμονα: Τρώγεται να με πάρει μαζί του.15. φιλονικώ, μαλώνω, γκρινιάζω: Τρώγονται μεταξύ τους.16. η μτχ. παθ. πρκ., φαγωμένος, -η, -ο, α. εκείνος που κάποιος τον έχει φάει ή τον έχει φθείρει: Φαγωμένο παντελόνι. β. αυτός που έχει φάει: Δεν πεινάμε, είμαστε φαγωμένοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.